- ιδιόστολος
- ἰδιόστολος, -ον (Α)1. αυτός που εξοπλίζεται με ιδιωτικές δαπάνες2. ο μισθωμένος για ιδιαίτερη χρήση3. φρ. «ἰδιόστολος πλέω» — πλέω με δικό μου πλοίο (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -στολος (< στόλος «εξοπλισμός»), πρβλ. από-στολος, αυτό-στολος].
Dictionary of Greek. 2013.